βιδάνιο

βιδάνιο
τό
1) опивки; 2) карт, процент с выигрыша

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βιδάνιο" в других словарях:

  • βιδάνιο — το 1. τα υπολείμματα του κρασιού στα ποτήρια των πελατών μιας ταβέρνας 2. πράγμα μη γνήσιο, ψεύτικο 3. το ποσοστό του κερδηθέντος ποσού στη χαρτοπαιξία που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη (αλλ. γκανιότα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guadagno «κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • βιδάνιο — το (λ. ιταλ.) 1. το ποσοστό από τα κέρδη που παρακρατείται από τη χαρτοπαικτική λέσχη προς όφελός της. 2. το ποτό που μένει στον πάτο του ποτηριού, το απόπιομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκανιότα — και κανιότα, η το ποσοστό του κερδιζόμενου ποσού που καταβάλλεται υπέρ τής χαρτοπαικτικής λέσχης, βιδάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cagnotte «πανέρι όπου βάζουν το βιδάνιο»] …   Dictionary of Greek

  • απόπιμα — απόπιμα, το και απόπιομα, το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, βιδάνιο: Στους μισομεθυσμένους ο ταβερνιάρης έδινε να πιουν κι αποπίματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»